Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ)
Ως σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα ορίζεται μία ομάδα παθήσεων που οφείλονται σε ιούς, χλαμύδια, σπειροχαίτες, βακτήρια, πρωτόζωα και μετάζωα των οποίων η μετάδοση γίνεται συχνότερα ή/και αποτελεσματικότερα μέσω της σεξουαλικής επαφής. Το ανδρικό και γυναικείο προφυλακτικό αποτελούν, ίσως μοναδική, μέθοδο αντισύλληψης που εμποδίζει τη μετάδοση σεξουαλικώς μεταδισόμενων νοσημάτων.
Η πιο σοβαρή και συχνή επιπλοκή των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) μεταξύ των γυναικών είναι η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου (PID), μια λοίμωξη του ανώτερου γεννητικού συστήματος. Συγκεκριμένα πρόκειται για λοίμωξη της μήτρας, των σαλπίγγων και των γειτονικών πυελικών ιστών, η οποία δεν σχετίζεται με χειρουργική επέμβαση ή εγκυμοσύνη. Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου προκαλείται συνήθως από ανιούσα λοίμωξη, κατά την οποία παθογόνοι μικροοργανισμοί εξαπλώνονται από τον κόλπο και τον τράχηλο προς τα άνω τμήματα του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας. Το πιο συχνό σύμπτωμα είναι το υπογάστριο ή πυελικό άλγος, το οποίο αρχίζει τυπικά μετά από την έναρξη της εμμήνου ρύσης. Μερικές φορές υπάρχει διαυγές, λευκό ή πυώδες κολπικό έκκριμα. Σε λιγότερες ασθενείς μπορεί να εμφανιστεί πυρετός, ρίγος, ναυτία, έμετος, κολπική αιμόρροια, δυσουρία, δυσπαρεύνια ή άλγος του πρωκτού.
Xαρακτηρίζεται συνήθως από κολπικό έκκριμα μεγαλύτερης ποσότητας από τη φυσιολογική ή από ερεθισμό, ερυθρότητα και φαγούρα στην περιοχή του αιδοίου. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να συνοδεύονται από δυσάρεστη κολπική οσμή.
Πρόκειται για μια σπάνια νόσο στη χώρα μας και γενικότερα στο Δυτικό κόσμο, όμως υψηλά ποσοστά λοίμωξης από τον ιό HIV σε ασθενείς που πάσχουν από μαλακό έλκος έχουν αναφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες. Ανήκει στα μη ιογενή ΣΜΝ.
Επίσης σπάνιο ΣΜΝ στη χώρα μας και στο Δυτικό κόσμο. Η ασθένεια είναι ενδημική σε ορισμένες τροπικές και αναπτυσσόμενες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, Παπούα Νέα Γουινέα, κεντρική Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. Τα κοκκιώματα εμφανίζονται στη γεννητική και περιγεννητική περιοχή και στο γενετικό σύστημα.
Τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών εκτιμούν ότι πάνω από 4 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις χλαμυδιακής λοίμωξης εμφανίζονται κάθε χρόνο. Η νεαρή ηλικία(<20 έτη), η συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, η ύπαρξη νέου ερωτικού συντρόφου τους τελευταίους δύο μήνες, η παρουσία συντρόφων με τους οποίους δεν ελήφθησαν προφυλάξεις, η χρήση αντισυλληπτικού δισκίου χωρίς ταυτόχρονη χρήση προφυλακτικού στις σεξουαλικές επαφές, η ταυτόχρονη λοίμωξη από άλλο ΣΜΝ αποτελούν παράγοντες που ευνοούν τη λοίμωξη από χλαμύδια. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται πυώδης κολπική έκκριση, επώδυνη ούρηση και συχνοουρία, αίμα μετά τη σεξουαλική επαφή, κοιλιακός πόνος, πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, ερεθισμός, φαγούρα και ερυθρότητα στον κόλπο. Πολλές φορές όμως δεν παρουσιάζονται καθόλου συμπτώματα παρ’ ότι η λοίμωξη είναι ενεργή – η χλαμυδιακή λοίμωξη είναι ασυμπτωματική στο 30-50% των περιπτώσεων και μπορεί να επιμείνει για αρκετά χρόνια – κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Ως εκ τούτου ο έλεγχος όταν υπάρχει υποψία είναι μείζονος σημασίας.
Οι τύποι L1, L2 και L3 του Chlamydia trachomatis-υπεύθυνο για τη χλαμυδιακή λοίμωξη- ευθύνονται για το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα. Αυτό χαρακτηρίζεται από βουβωνική λεμφαδενίτιδα και βλάβες στη γεννητική περιοχή και στην περιπρωκτική περιοχή. Η νόσος είναι ενδημική στην Αφρική, στην Ινδία και στη Νοτιοανατολική Ασία. Στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία παρατηρούνται σποραδικά κρούσματα.
Ο κύριος, αλλά όχι και μοναδικός τρόπος μετάδοσης της HPV λοίμωξης των γεννητικών οργάνων είναι η σεξουαλική επαφή. Πρόκειται για την πιο κοινή σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια, η οποία είναι τρεις φορές πιο συχνή συγκριτικά με την ερπητική λοίμωξη του γεννητικού συστήματος. Οι υψηλού κινδύνου τύποι του HPV [6,11,16 και 18] σχετίζονται με ενδοεπιθηλιακές βλάβες και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Τα οξυτενή κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων προκαλούνται από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) [συγκεκριμένα στον HPV των τύπων 6 και 11]. Εντοπίζονται στο αιδοίο, τον κόλπο, τον τράχηλο, το περίνεο και τον πρωκτό.Η λοίμωξη από τον HPV είναι μία από τις πιο κοινές σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες μεταξύ των νέων σήμερα.
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων προκαλείται από τον ιό του απλού έρπητα (HSV) και μπορεί να επηρεάσει την περιοχή των γεννητικών οργάνων (οι βλάβες του έρπητα της γεννητικής περιοχής είναι συχνότερες στα μεγάλα και στα μικρά χείλη του αιδοίου, στην κλειτορίδα, στο περίνεο και στις περιπρωκτικές περιοχές), ή το στόμα και τα χείλη. Τα συνήθη συμπτώματα είναι επώδυνες βλάβες.
Η μόλυνση με γονόκοκκο είναι αρκετά συχνό ΣΜΝ, ιδιαίτερα μεταξύ των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων και ευθύνεται για τη γονόρροια ή αλλιώς βλενόρροια. Συνήθως υπάρχει πόνος και δυσκολία στην ούρηση, συχνοουρία και συμπτώματα πυελικής φλεγμονώδους νόσου με πυώδη κολπική έκκριση. Σπάνια δεν εμφανίζονται συμπτώματα. Η θεραπεία της γονοκοκκικής λοίμωξης είναι απλή.
Είναι μια φλεγμονή του ήπατος που προκαλείται από ορισμένους ιούς και άλλους παράγοντες, όπως η κατάχρηση αλκοόλ, ορισμένα φάρμακα, και τραύμα. Ως προφύλαξη από την ηπατίτιδα Β χρησιμοποιούνται εμβόλια.
Οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη που μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή. Σημειώνεται ότι ένας ασθενής δε μπορεί να μεταδώσει τη σύφιλη με σεξουαλική επαφή αν έχουν περάσει 4 χρόνια μετά την απόκτηση της νόσου. Η νόσος αν μείνει αθεράπευτη εξελίσσεται σε διάφορα στάδια και έχει κακή πρόγνωση. Παράλληλα, η σύφιλη αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από τον ιό HIV. Μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με χορήγηση αντιβιώσης.
Η μεταδοτικότητα της τριχομοναδικής μόλυνσης είναι μεγάλη. Στους άνδρες, τις περισσότερες φορές δεν υπάρχουν εμφανή συμπτώματα. Η τριχομοναδική μόλυνση στις γυναίκες εμφαίζει συμπτώματα στο 50% των περιπτώσεων. Στις περιπτώσεις αυτές η φλεγμονή είναι, συνήθως, πολυεστιακή κι αφορά το αιδοίο, τον κόλπο, τον τράχηλο της μήτρας και την ουρήθρα (εκδηλώνεται με δυσουρία). Μπορεί να υπάρχει χαρακτηριστική κολπική υπερέκκριση άφθονου δύσοσμου υγρού, που είναι υδαρές και αφρώδες και έχει πρασινογκρίζο χρώμα. Σε άλλες περιπτώσεις το κολπικό έκκριμα μπορεί να είναι παχύ, γαλακτώδες και έχει γκρίζο-λευκό χρώμα.
Ο ιός της ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου – HIV προκαλεί το Σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας – AIDS. Η μετάδοση της νόσου σε πολύ μεγάλο ποσοστό γίνεται με τη σεξουαλική επαφή, γι’αυτό και το 80% των γυναικών με HIV-λοίμωξη βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία. Μετά τη διαπίστωση της μολυνσης από HIV, πρέπει να γίνεται έλεγχος και για άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Σε γυναίκες με HIV λοίμωξη το αιδοίο, ο κόλπος, ο τράχηλος, το περίνεο και ο πρωκτός είναι πιθανότερο να προσβληθούν από προκαρκινικές βλάβες. Στην κύηση, η πιθανότητα μετάδοσης του ιού στο έμβρυο είναι πολύ μικρή (<3%) όταν χορηγείται ειδική αντιική θεραπεία.